χελωνάκι

χελωνάκι
το, Ν
υποκορ.
1. μικρή χελώνα
2. μικρό χελώνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χελωνάκι — το υποκορ. του χελώνα μικρή χελώνα: Βρήκε μια χελώνα με το χελωνάκι της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”